- σύγγνοια
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) συγγνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- τού γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύγγνοια — σύγγνοια , σύγγνοια fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνοίης — σύγγνοια fem gen sg (epic ionic) συγγιγνώσκω think with aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύγγνοιαν — σύγγνοιαν , σύγγνοια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)